Όπως όλοι και όλες ξέρουμε, το βράδυ του Σαββάτου 6/12 στα Εξάρχεια ο μπάτσος Κορκονέας δολοφόνησε εν ψυχρώ το 15χρονο Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο. Ο Κορκονέας υποστήριξε στην απολογία του ότι πυροβόλησε στον αέρα για εκφοβισμό και ότι, ως εκ τούτου, η σφαίρα που σκότωσε τον Αλέξανδρο ήταν προϊόν εξοστρακισμού. Πρόκειται για γελοιοδέστατη δικαιολογία η οποία καταρρίπτεται απ’ τις μαρτυρίες όσων ήταν παρόντες στο περιστατικό.
Η δολοφονία του Αλέξανδρου δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας μεθόδευσης απ’ την πλευρά της κυβέρνησης, αλλά συνιστά την κορύφωση μιας σειράς περιστατικών που δείχνουν το καθεστώς δομικής αυθαιρεσίας και ανομίας που επικρατεί στα σώματα ασφαλείας. Τα άτομα που στελεχώνουν αυτά τα σώματα είναι φορείς μιας ματσό, ανδροκρατικής και θρασύδειλης νοοτροπίας, η οποία, αν δεν καλλιεργείται, σίγουρα αφήνεται ελεύθερη να αναπτύσσεται από τους επικεφαλής της ΕΛ.ΑΣ. Το καθεστώς οιωνεί αυτονόμησης της αστυνομίας και η ατιμωρησία ή η κάλυψη που τους παρέχει το κράτος ευνοούν περιπτώσεις τύπου Κορκονέα. Εξού κι η σωρεία δολοφονιών και κακοποιήσεων πολιτών και – κυρίως – μελών μειονοτικών ομάδων (τσιγγάνοι, μετανάστες κλπ) από τους μπάτσους (χαρακτηριστικές, μόνο για τα τελευταία χρόνια, είναι οι περιπτώσεις της «ζαρτινιέρας», των «πράσινων all-star», οι βασανισμοί μεταναστών και ιερόδουλων στο Αστυνομικό Τμήμα Ομονοίας, οι δολοφονίες τσιγγάνων στο Ζεφύρι και του Ηλ. Μαραγκάκη στην Κρήτη, οι υπόλοιπες «τυχαίες εκπυρσοκροτήσεις» κλπ).
Η δολοφονία του Αλέξανδρου προκάλεσε ένα μεγάλο ξέσπασμα απ’ τη μεριά της κοινωνίας. Έδωσε την αφορμή για να εκφραστεί μια γενικευμένη και συγκεχυμένη δυσαρέσκεια και οργή, η οποία τελικά μετατράπηκε σε εξέγερση. Ο συγκεχυμένος χαρακτήρας της οργής έδωσε ευκαιρία στις διάφορες κομματικές και μικροκομματικές γραφειοκρατίες να προβάλουν στα γεγονότα ποικίλες, αστήρικτες και ως επί το πλείστον ιδεολογικές ερμηνείες: μιλούν για τις πρώτες συνέπειες της οικονομικής κρίσης, της ανεργίας, της απαξίωσης των πτυχίων, των κυβερνητικών σκανδάλων κλπ. Όπως όμως δείχνουν τα γεγονότα, τέτοιου είδους συλλογισμοί δε στέκουν. Στις κινητοποιήσεις συμμετείχε κόσμος από όλα σχεδόν τα στρώματα και τις κοινωνικές τάξεις, ο οποίος κατέβηκε αυτόνομα, μαζικά, έξω από κομματικές γραμμές και καθοδηγήσεις. Όσοι έψαχναν για την «εργατική τάξη», τη «γενιά των 700 ευρώ» ή τους «διώκτες του Καραμανλή» βρήκαν μπροστά τους ένα αυθόρμητο και ετερόκλιτο πλήθος από μαθητές, αναρχικούς, νεαρούς μετανάστες, φοιτητές, αριστερούς, απλούς περίεργους και συμπαθούντες και δεν υπάρχει τέλος…
Οι μορφές μέσω των οποίων κινητοποιήθηκε αυτό το ετερόκλιτο πλήθος ήταν ποικίλες: κύρια, βασική και πιο συγκροτημένη ήταν οι καθημερινές και μαζικές διαδηλώσεις και συγκεντρώσεις, παράλληλα με την οργάνωση καταλήψεων στο κέντρο της Αθήνας (Νομική, ΑΣΟΕΕ, Πολυτεχνείο) και τις γενικευμένες συγκρούσεις με την αστυνομία (επιθέσεις σε διμοιρίες, αστυνομικά τμήματα κλπ). Ταυτόχρονα, ένα μικρότερο μέρος της εξέγερσης αναλώθηκε αποκλειστικά στην άσκοπη βία (σπασίματα, εμπρησμοί, λεηλασίες). Παρόλα αυτά, ΜΜΕ και «κοινή γνώμη» στάθηκαν κυρίως στα περιστατικά καταστροφών μαγαζιών και κτιρίων: τα ΜΜΕ λόγω της έκρηξης θεαματικότητας που προμήνυαν τα σκηνικά καταστροφής, και η κοινή γνώμη για να εκφράσει το «λαϊκό αίσθημα» νοικοκυραίων και μαγαζατόρων που καρτερούσαν στη γωνία τον καταναλωτικό παροξυσμό των χριστουγεννιάτικων διακοπών. Πέρα απ’ τα μεμονωμένα περιστατικά καταστροφικής μανίας (η περίπτωση του αποκαλούμενου, απ’ τα κανάλια, «πλιάτσικου»), εκφράστηκε το ξέσπασμα μειονοτικών ομάδων ξεχασμένων και αποκλεισμένων απ’ την κοινωνία που βρήκαν έδαφος να δηλώσουν την παρουσία και την οργή τους. Επρόκειτο για ένα κομμάτι της εξέγερσης αποτελούμενο από εξαθλιωμένους μετανάστες, οι οποίοι επιχείρησαν μέσα στο χαμό να βγάλουν τουλάχιστον τα προς το ζην – και καλά έκαναν.
Αν στη συνέχεια θέλουμε να εξετάσουμε από πιο κοντά αυτήν την ετερόκλιτη σύνθεση για την οποία μιλήσαμε παραπάνω, θα βρούμε κυρίως τρία πιο συγκροτημένα κοινωνικά κομμάτια. Πρώτον, από πλευράς φοιτητριών/-των εκφράστηκε ήδη απ’ τις πρώτες μέρες ισχυρή διάθεση για κίνημα καταλήψεων και μαζικοποίηση των διαδηλώσεων. Απ’ την άλλη, οι εργαζόμενοι, παρά τις συνεχείς επικλήσεις προς αυτούς, δείχνουν προς το παρόν χλιαρή στάση, καθώς παρέμειναν σε μία και μόνο συγκέντρωση-πορεία (αυτή της ΓΣΕΕ την Τετάρτη) έχοντας παραδοθεί στις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες τους. Οι μαθητές τέλος, αν και μπήκαν τελευταίοι στο χορό, έχουν αποδειχθεί μέχρι στιγμής το πιο δραστήριο κομμάτι της εξέγερσης. Βιώνοντας την αυταρχικότητα του σχολείου και την αποπνικτική καθημερινότητα της μαθητικής ζωής, βγήκαν μπροστά αυθόρμητα και συγκροτημένα με καταλήψεις σχολικών κτιρίων, μαζικές διαδηλώσεις και στοχευμένες επιθέσεις εναντίον αστυνομικών τμημάτων. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει και στην ριζοσπαστική ιδιορρυθμία των μαθητών στο δρόμο: χρήση χιούμορ και φαντασίας προς γελοιοποίηση των μπάτσων κόντρα στη σοβαροφάνεια πιο παραδοσιακών πολιτικών χώρων.
Αν θέλουμε (που θέλουμε δηλαδή) να μην εκφυλιστεί ή να μην περιοριστεί αυτή η εξέγερση στην άσκοπη βία ή τη γενικευμένη παραβατικότητα, πρώτο βήμα είναι να αντιμετωπίσουμε συγκροτημένα το τρομοκρατικό κλίμα των ΜΑΤ και των δακρυγόνων, των μπάτσων και των συλλήψεων, των ασφαλιτών και της προβοκάτσιας, του ΚΚΕ και των φασιστών. Δεύτερο βήμα να υποστηρίξουμε και να μαζικοποιήσουμε τις κινητοποιήσεις και να κάνουμε να κατειλημμένα κτίρια του κέντρου της Αθήνας κέντρα πληροφόρησης και αγώνα. Τρίτο, τέλος, να φτιάξουμε αυτές τις ανοιχτές, συλλογικές και αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες σε κάθε σχολείο, πανεπιστήμιο, εργασιακό χώρο, γειτονιά που δε θα επιτρέψουν ούτε την άνευ όρων επιστροφή στην κανονικότητα, ούτε το διάλειμμα για τα χριστουγεννιάτικα ψώνια. Μένει μια κίνηση ΜΑΤ μέχρι να καταλάβουμε τα πάντα.ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΟΥΣ ΣΥΛΛΗΦΘΕΝΤΕΣ
ΑΜΕΣΗ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΟΥΣ
ΜΠΑΤΣΟΙ ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ
ΘΑ ΚΑΤΑΛΑΒΟΥΜΕ ΤΑ ΠΑΝΤΑ